- οφθαλμιατρείο(ν)
- το глазная больница, глазная клиника
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οφθαλμιατρείο — το θεραπευτήριο οφθαλμικών παθήσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < οφθαλμίατρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στο περιοδικό Μνημοσύνη] … Dictionary of Greek
οφθαλμιατρείο — το ιατρείο του οφθαλμίατρου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek
οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… … Dictionary of Greek
Χάνσεν, Θεόφιλος — (Hansen, Κοπεγχάγη 1813 – Βιέννη 1891). Δανός αρχιτέκτονας. Ήρθε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1838 και διορίστηκε καθηγητής του νεοσύστατου τότε Πολυτεχνείου, θέση που κράτησε έως το 1843. Ο X. είναι ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του … Dictionary of Greek